κερδαίνω

κερδαίνω
και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος]
αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ.
β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί.
γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα», Ανδοκ.)
νεοελλ.
1. αναδεικνύομαι νικητής, υπερισχύω, νικώ, καταβάλλω τον αντίπαλο
2. φρ. α. «κερδαίνω τους κόπους μου» — ανταμείβομαι για τις προσπάθειες μου (Ερωτόκρ.)
3. παροιμ. «ο φτωχός θαρρεί κερδαίνει και φυρνά και δεν τό νιώνει» — για υπερβολική και κακώς εννοούμενη οικονομία
νεοελλ.-μσν.
1. πετυχαίνω κάτι ή σε κάτι από τύχη ή με τις ικανότητες μου, αποκτώ κάτι καλό («ἐγώ νὰ ζῶ νὰ περπατῶ κι' ἄλλος νὰ τὴν κερδαίσῃ», Φλώρ.)
2. ξεπερνώ, νικώ κάτι («τη μάνητα σου... να κερδαίσει», Ερωφ.)
3. κατορθώνω κάτι («γή να κερδαίσουν τίποτι γή να θανατωθούν», Αχέλ.)
4. κατέχω κυριεύω
5. σώζω, διασώζω, κάτι («κερδαίνειν τὴν ψυχὴν σου»)
6. κληρονομώ («οἱ δύο ἀδελφάδες... τὸ ἐκέρδαισαν», Ασσίζ.)
7. παίρνω με το μέρος μου («ἡ ξενιτειἀ θὰ μὲ κερδαίσει», Περί ξεν.)
8. απολαμβάνω κάτι («τὴν βασιλείαν σου μόνος σου κέρδαισέ τὴν», Φλώρ.)
9. φρ. α) «κερδαίννω τη ζωή μου» — βγάζω τα έξοδα μου
β) «κερδαίνω τη μάχη» ή «κερδαίνω τον πόλεμο» — νικώ
γ) «κερδαίνω το ζήτημα» — κερδίζω σε δικαστικό αγώνα
αρχ.
1. κάνω εμπόριο, εμπορεύομαι («κερδαίνετ', ἐμπολᾱτε τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον», Σοφ.)
2. βλάπτομαι, ζημιώνομαι από κάτι («κερδῆναι τὸν πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου», Ξεν.)
3. σώζω τον εαυτό μου από κάποιο κακό, ξεφεύγω, αποφεύγω κάτι («κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καί τήν ζημίαν», ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κερδαίνω — gain pres subj act 1st sg κερδαίνω gain pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαίνετε — κερδαίνω gain pres imperat act 2nd pl κερδαίνω gain pres ind act 2nd pl κερδαίνω gain imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαίνῃ — κερδαίνω gain pres subj mp 2nd sg κερδαίνω gain pres ind mp 2nd sg κερδαίνω gain pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδήσει — κερδαίνω gain aor subj act 3rd sg (epic) κερδαίνω gain fut ind mid 2nd sg κερδαίνω gain fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδήσουσι — κερδαίνω gain aor subj act 3rd pl (epic) κερδαίνω gain fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κερδαίνω gain fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδήσουσιν — κερδαίνω gain aor subj act 3rd pl (epic) κερδαίνω gain fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κερδαίνω gain fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδήσω — κερδαίνω gain aor subj act 1st sg κερδαίνω gain fut ind act 1st sg κερδαίνω gain aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδήσῃ — κερδαίνω gain aor subj mid 2nd sg κερδαίνω gain aor subj act 3rd sg κερδαίνω gain fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκερδημένων — κερδαίνω gain perf part mp fem gen pl κερδαίνω gain perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκέρδηκε — κερδαίνω gain perf imperat act 2nd sg κερδαίνω gain perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”